- διασκεδασθεῖσα
- διασκεδάννυμιscatter abroadaor part pass fem nom/voc sgδιασκεδάζωdisperseaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασκεδασθείσας — διασκεδασθείσᾱς , διασκεδάννυμι scatter abroad aor part pass fem acc pl διασκεδασθείσᾱς , διασκεδάννυμι scatter abroad aor part pass fem gen sg (doric aeolic) διασκεδασθείσᾱς , διασκεδάζω disperse aor part pass fem acc pl διασκεδασθείσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)